νομοκάνονον

νομοκάνονον
νομοκάνονον, τὸ (Μ)
βλ. νομοκάνονας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νομοκάνονας — ο (Μ νομοκάνων, ονος και νομοκάνονος και νομοκάνονας, ό, και νομοκάνονον, τὸ) κώδικας, συλλογή νόμων και κανόνων τής εκκλησιαστικής νομοθεσίας, πρακτικών τών συνόδων και πολιτικών νόμων που αφορούν την Εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κανών, όνος] …   Dictionary of Greek

  • Αριστηνός, Αλέξιος — (12ος αι.).Βυζαντινός λόγιος, νομοφύλακας της Αγίας Σοφίας. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιωάννη B’ Κομνηνού, που του είχε αναθέσει τη σύνταξη ερμηνείας στη σύνοψη των κανόνων της εκκλησίας, που είχε γράψει ο Στέφανος ο Εφέσιος. Το έργο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”